-
1 выгода
το όφελος, το κέρδος, το συμφέρονизвлекать - у έχω όφελος/κέρδοςиспользовать с - ой εκμεταλλεύομαι/χειρίζομαι με -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгода
-
2 польза
το όφελ/ος, (выгода) το κέρδοςбез - ы χωρίς κέρδος, χωρίς -приносить - у эк. δίνω κέρδοςс - ой με κέρδος, με -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > польза
-
3 плод
плодм1. прям., перен ὁ καρπός:\плод воображения γέννημα τής φαντασίας· запретный \плод ὁ ἀπαγορευμένος καρπός· приносить \плодώ καρποφορώ, δίνω καρπούς· пожинать \плоды своих трудов δρέπω τους καρπούς τής ἐργασίας μου·2. биол. τό ἔμβρυο[ν], τό κύημα. -
4 доход
-а α.έσοδο, εισόδημα, πρόσοδος, κέρδος•ежегодный доход ετήσιο έσοδο•
национальный -εθνικό εισόδημα•
приносить доход φέρω (δίνω) κέρδος•
извлекать доход (κυρλξ. κ. μτφ.) αποκομίζω (βγάζω) κέρδος (όφελος)•
трудовые -ы εργατικά έσοδα.
-
5 плод
-а α.1. καρπός• φρούτο•питаться -эми и овощами τρέφομαι με καρπούς και λάχανα•
спелый плод ώριμος καρπός•
неспелый плод άωρος (άγουρος) καρπός•
приносить -ы (κυρλξ. κ. μτφ.) καρποφορώ, δίνω, φέρω καρπούς.
2. έμβρυο, κύημα.3. μτφ. γέννημα, αποκύημα, αποτέλεσμα, προϊόν, δημιούργημα, πλάσμα•-ы его трудов καρποί της εργασίας του.